- στηθαῖον
- στηθαῖονbreastworkneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηθαίο — το / στηθαῑον, ΝΜΑ προστατευτικό προτείχισμα νεοελλ. 1. προπέτασμα οχυρώματος πίσω από το οποίο στέκονται αυτοί που βάλλουν 2. κτιστό, ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα προστασίας από πτώση μπροστά ή γύρω από κάτι, ύψους περίπου ώς το στήθος, αλλ.… … Dictionary of Greek